- δυσφάτῳ
- δύσφατοςhard to speakmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσφάτωι — δυσφάτῳ , δύσφατος hard to speak masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίφοβος — η, ο (Α ἐπίφοβος, ον) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.) 2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τόν είχανε στη μέση», Βλαχογ.) νεοελλ. (για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο… … Dictionary of Greek
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
μελοτυπώ — μελοτυπῶ, έω (Α) αρχίζω ένα τραγούδι ή έναν σκοπό («τὰ δὲ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾷ μελοτυπεῑς ὁμοῡ τ ὀρθίοις ἐν νόμοις;» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *μελοτύπος] … Dictionary of Greek